- βραχυβάμων
- βραχυβάμων, -ον (Α)αυτός που περπατάει με μικρά βήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -βάμων < βαίνω (πρβλ. βραδυβάμων, ετεροβάμων κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βραχυβάμων — taking short steps masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυβάμων — βραδυβάμων, ον (Α) εκείνος που περπατάει αργά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + βάμων < βαίνω (πρβλ. βραχυβάμων, ετεροβάμων κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δεκαβάμων — ( ονος), ον (Α) αυτός που έχει δέκα βαθμίδες, δέκα μουσικά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + βαμων < βαίνω (πρβλ. αιθεροβάμων, βραδυβάμων, βραχυβάμων)] … Dictionary of Greek